- πομπιάζω
- Ν1. διαπομπεύω, εξευτελίζω, ρεζιλεύω2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πομπιασμένος, -η, -οα) ο άξιος πομπεύματοςβ) κακοήθης και αναιδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή «όνειδος, ντροπή» + κατάλ. -ιάζω* (πρβλ. κομπ-ιάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.